Κατηγορίες
Εκδοτικά Νέα

ΤΖΟΝ ΕΛΒΣ: Ο ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΣ ΕΜΠΕΝΙΖΕΡ ΣΚΡΟΥΤΖ

Έφτασαν Χριστούγεννα και τι πιο όμορφο από μία Χριστουγεννιάτικη ιστορία!

Πολλά είναι τα παραμύθια που τα έχουμε συνδέσει με αυτή την αγαπημένη γιορτή, με πιο γνωστή την αγαπημένη όλων το ” A Christmas Carol”.

Η ιστορία είναι γνωστή σε όλους ένας τσιφούτης άνθρωπος που μισεί τα Χριστούγεννα, τα γέλια, τις χαρές. Έτσι το βράδυ των Χριστουγέννων τον επισκέπτονται τα πνεύματα του παρλθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος, δείχνοντας του γεγονότα και κάνοντας τον να καταλάβει τι έχανε τόσο καιρό. Έτσι, μόλις ξύπνησε ήταν ένας άλλος άνθρωπος…

Ποιος ήταν όμως ο άνθρωπος από τον οποίο ο Ντίκενς, εμπνεύστηκε τον Εμπενίζερ Σκρουτζ; Ναι και αυτός ήταν υπαρκτό πρόσωπο….

Τζον  Μέγκοτ. Ο Τζον, γεννήθηκε  τον Απρίλιο του 1714 στην Αγγλία. Άλλαξε το επώνυμό του σε Ελβς προκειμένου να κληρονομήσει τον θείο του και έτσι απέκτησε μία μεγάλη περιουσία. Παρ’ όλα τα λεφτά του όμως, ο Έλβς ήταν αθεράπευτα τσιγγούνης.

Ο πατέρας του, Ρόμπερτ Μέγκοτ ήταν φημισμένος και πλούσιος ζυθοποιός στο Λονδίνο, αλλά πέθανε όταν ο Τζον ήταν μόλις τεσσάρων ετών. Λίγο αργότερα έχασε και τη μητέρα του, που του άφησε ένα ποσό 100.000 λιρών. Φημολογείται πως την τσιγγουνιά την κληρονόμησε από την μητέρα του, καθώς παρά τα πολλά λεφτά που είχε, πέθανε από πείνα.

Κατά την διάρκεια της ζωής του, ο Έλβς προτιμούσε να κοιμάται στο σκοτάδι για να μην σπαταλήσει κεριά και έτρωγε με τους υπηρέτες του στην κουζίνα για να μην αναγκαστεί να ανάψει κι άλλη φωτιά στο τζάκι του σαλονιού του. Nτυνόταν με κουρελιασμένα ρούχα, ακόμη κι όταν έπεφτε για ύπνο και συχνά τον περνούσαν στο δρόμο για ζητιάνο και του έδιναν ελεημοσύνες. Φορούσε περούκα, που βρήκε πεταμένη σ’ έναν φράκτη κι απέφευγε να νοικιάζει άμαξες για τις μετακινήσεις του, ακόμη κι όταν έβρεχε, προτιμώντας να κάθεται με βρεγμένα ρούχα περιμένοντας να στεγνώσουν για να μην κάψει ξύλα στο τζάκι. Έτρωγε μουχλιασμένα τρόφιμα και μια φορά άρπαξε ένα ψόφιο πουλί από έναν αρουραίο. Έτρωγε για μεσημεριανό  ένα βραστό αυγό και στις τσέπες του κουβαλούσε μουχλιασμένες τηγανίτες, που έλεγε ότι ήταν πεντανόστιμες καθώς τις καταβρόχθιζε μπροστά στους φίλους του. Είχε φτάσει στο σημείο να μένει ξύπνιος τα βράδια επειδή νόμιζε ότι θα μπουν ληστές στο σπίτι του. Ένα βράδυ πήγε μία βόλτα ήταν όμως σκοτεινά και δεν έβλεπε με αποτέλεσνα να πέσει και να τραυματίσει και στα δύο πόδια του. Όταν πήγε στον γιατρό, του ζήτησε να περιθάλψει μόνο το ένα πόδι, παζαρεύοντας την αμοιβή του. Έβαλε στοίχημα ότι το άλλο πόδι θα γιάνει πρώτο και μετά από 15 μέρες το κέρδισε πανευτυχής που κατάφερε να αποφύγει να πληρώσει τον γιατρό.

Η έπαυλή του διέθετε έπιπλα πολυτελείας, αλλά από το ταβάνι έσταζε νερό από τις τρύπες της οροφής καθώς αρνιόταν πεισματικά να ξοδέψει χρήματα για την ανακαίνισή της με αποτέλεσμα όλα του τα έπιπλα να έχουν φθορές.  

Το 1772 εξελέγη βουλευτής στο βρετανικό κοινοβούλιο εκπροσωπώντας το Μπέρκσιρ. Εγκατέλειψε την έδρα του μετά από 12 χρόνια, εξ αιτίας, των εξοργιστικών οικονομικών απαιτήσεων της θέσης του, γιατί ήταν υποχρεωμένος να κάνει πολλά και τακτικά ταξίδια.

Είχε όμως και τις καλές του στιγμές καθώς  απολάμβανε να βλέπει άλλους να ξοδεύουν μικρές περιουσίες, σε χαρτοπαικτικές λέσχες, δάνειζε μεγάλα ποσά σε φίλους, αρνούμενος να τα ζητήσει πίσω  εκτός και αν εκείνοι του τα επέστρεφαν οικειοθελώς, γιατί θεωρούσε ότι αυτό δεν ταίριαζε με τους καλούς τρόπους ενός τζέντλεμαν. Επιπλέον ξόδεψε ποσά σε καλούς σκοπούς, όπως στην ανέγερση κτιρίων γεωργιανής αρχιτεκτονικής σε περιοχές του Λονδίνου, στην πλατεία Πικαντίλι και τη Μπέικερ Στριτ.

Πέθανε στις 26 Νοεμβρίου του 1789 και άφησε  ένα γράμμα στο οποίο άφηνε μισό εκατομμύριο λίρες στους δύο νόθους γιου του, αφού δεν παντρεύτηκε ποτέ για να αποφύγει τα έξοδα του γάμου.

 

Έρευνα Μπάκα Σουζάνα, Υπεύθυνη Εκδοτικού Οίκου GRDBooks