Η γέννηση των παραμυθιών είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με εκείνη των θρύλων, των μύθων και των ιστοριών που ταξιδεύουν από στόμα σε αυτί στις γειτονιές μαζί με τον ψυχρό αγέρα τις νύχτες. Ένα τέτοιο λαογραφικό παραμύθι είναι Ο Κυανοπώγων (Barbe Bleue στα Γαλλικά). Γραμμένο από τον Σαρλ Περώ, πρωτοεκδόθηκε από τον εκδοτικό οίκο Barbin in Paris το 1697 στο Histoires ou contes du temps passé.
Ο Σαρλ Περώ πρέπει να σημειώσουμε ότι ήταν ένας εξαίρετος παραμυθάς ο οποίος προκειμένου να διασκεδάσει τα μικρά παιδιά του τον 17ο αιώνα έγραφε παραμύθια και τους τα διάβαζε. Από εκείνη τη συλλογή προέκυψαν μερικά «διαμάντια» που διασκεδάζουν και τα σημερινά παιδιά, αλλά και θα συνεχίσουν να το κάνουν όσο υπάρχει ο κόσμος. Ο «Κοντορεβιθούλης», η «Κοκκινοσκουφίτσα», η «Σταχτοπούτα», ο «Παπουτσωμένος γάτος» είναι κάποια από αυτά!
Τα προαναφερθέντα παραμύθια, όπως μπορεί κάποιος εύκολα να καταλάβει, τα διέπει μια αθωότητα και μια ηρεμία που γαληνεύει την παιδική ψυχή. Ο «Κυανοπώγων» όμως δεν είχε αυτόν τον σκοπό.
Ας δούμε πρώτα την ιστορία που διαδραματίζεται στις σελίδες αυτού του τρομακτικού παραμυθιού:
Ο Κυανοπώγων είναι ένας πλούσιος και ισχυρός, αλλά τρομακτικά άσχημος, ευγενής που έχει παντρευτεί αρκετές φορές όμορφες γυναίκες, οι οποίες έχουν μυστηριωδώς εξαφανιστεί. Όταν ο Κυανοπώγων επισκέπτεται το γείτονά του και ζητά να παντρευτεί μια από τις κόρες του, τα κορίτσια τρομοκρατούνται. Μετά τη διοργάνωση ενός υπέροχου συμποσίου, διαλέγει τη μικρότερη κόρη για γυναίκα του – ενάντια στη θέλησή της – και πηγαίνει να ζήσει μαζί του στο πλούσιο και πολυτελές παλάτι του στην ύπαιθρο, μακριά από την οικογένειά της.
Ο Κυανοπώγων ανακοινώνει ότι πρέπει να φύγει από την ύπαιθρο και δίνει τα κλειδιά του κάστρου στη σύζυγό του. Μπορεί να ανοίξει οποιαδήποτε πόρτα του σπιτιού με αυτά, από τις οποίες η κάθε μία εμπεριέχει και κάποια από τα πλούτη του, εκτός από την υπόγεια κάμαρα, την οποία της απαγορεύει αυστηρά να εισέλθει, για να μην υποστεί την οργή του. Έπειτα φεύγει και αφήνει το σπίτι και τα κλειδιά στα χέρια της. Επισκέπτεται την αδελφή της, Άννα, και τους φίλους και τα ξαδέρφια της για ένα πάρτι. Πάντως, τελικά καταβάλλεται από την επιθυμία να δει τι κρύβει το απαγορευμένο δωμάτιο, και ξεγλιστράει από το πάρτι και πηγαίνει να εξερευνήσει το δωμάτιο.
Ανακαλύπτει αμέσως ότι το δωμάτιο είναι γεμάτο με αίμα και τα δολοφονημένα πτώματα των πρώην συζύγων του Κυανοπώγωνα κρέμονται σε γάντζους από τους τοίχους. Τρομοκρατημένη, πετάει το κλειδί στο αίμα και το σκάει από το δωμάτιο. Προσπαθεί να ξεπλύνει το αίμα από το κλειδί, αλλά το κλειδί είναι μαγικό και το αίμα δεν μπορεί να αφαιρεθεί. Φοβούμενη για τη ζωή της, αποκαλύπτει το μυστικό του συζύγου της στην αδελφή της και σχεδιάζουν να το σκάσουν και οι δύο το επόμενο πρωί, αλλά ο Κυανοπώγων απρόσμενα επιστρέφει και βρίσκει το αιματοβαμμένο κλειδί. Τυφλωμένος από οργή, απειλεί να τη σκοτώσει επιτόπου, αλλά ζητά μια τελευταία προσευχή με την αδελφή της Άννα. Την τελευταία στιγμή, καθώς ο Κυανοπώγων πρόκειται να παραδώσει το θανατηφόρο χτύπημα, τα αδέλφια της συζύγου και της αδελφής της Άννας καταφθάνουν και σκοτώνουν τον Κυανοπώγωνα. Η σύζυγος κληρονομεί την περιουσία του και το κάστρο του, και καίει τις νεκρές γυναίκες του. Χρησιμοποιεί την περιουσία για να παντρέψει τα άλλα της αδέλφια, και τελικά ξαναπαντρεύεται και η ίδια, έναν άνδρα που αγαπάει, και αφήνει πίσω τη φρικτή της εμπειρία με τον Κυανοπώγωνα.
Το παραμύθι του Σαρλ Περώ επέδειξε τρομερή ανθεκτικότητα στο χρόνο και άντεξε αποτελώντας αντικείμενο συζήτησης μεταξύ ειδικών για πάρα πολλά χρόνια. Το ερώτημα στο οποίο αναλώθηκαν κυρίως ήταν αν ο χαρακτήρας του Κυανοπώγωνα βασίστηκε σε κάποιο υπαρκτό πρόσωπο. Πιστεύετε ότι προέρχεται από θρύλους συνδεδεμένους με ιστορικές προσωπικότητες της Βρετάνης. Μια πηγή πιστεύεται ότι το 15ο αιώνα ο κατάδικος κατά συρροήν δολοφόνος Ζιλ ντε Ρε, ένας ευγενής που πάλεψε μαζί με την Ιωάννα της Λωραίνης και έγινε στρατάρχης της Γαλλίας και επίσημος προστάτης της, κάηκε ως δολοφονική μάγισσα. Πάντως ο Ζιλ ντε Ρε δε σκότωσε τη γυναίκα του, ούτε βρέθηκαν πτώματα στην ιδιοκτησία του, και τα εγκλήματα για τα οποία καταδικάστηκε ήταν με γνώμονα το σεξουαλικό κομμάτι, στυγνές δολοφονίες παιδιών.
Μια άλλη πιθανή πηγή προέρχεται από την ιστορία του πρώτου βασιλιά της Βρετάνης Κονομόρ και της συζύγου του Τρυφίνη. Αυτό καταγράφεται σε βιογραφία του Αγίου Χίλντα, που γράφτηκε πέντε αιώνες μετά το θάνατό του τον 6ο αιώνα. Περιγράφει πως αφότου ο Κονομόρ παντρεύτηκε την Τρυφίνη, εκείνη προειδοποιήθηκε από τα φαντάσματα των προηγούμενων συζύγων του ότι τις δολοφονεί όταν μένουν έγκυοι. Έγκυος, δραπετεύει, εκείνος την πιάνει και την αποκεφαλίζει, αλλά ο Άγιος Χίλντα την επαναφέρει στη ζωή με θαυματουργό τρόπο και όταν την φέρνει στον Κονομόρ, τα τείχη του κάστρου του καταρρέουν και τον σκοτώνουν. Ο Κονομόρ είναι ιστορική φιγούρα, γνωστός τοπικά ως λυκάνθρωπος, και διάφορες τοπικές εκκλησίες είναι αφιερωμένες στην Αγία Τρυφίνη και στον γιο της, τον Άγιο Τρεμέρο.
Τα μπλε γένια του χαρακτήρα θεωρούνται σύμβολο της απόκοσμης προέλευσής του.
Τα παραμύθια ήταν και παραμένουν η καλύτερη συντροφιά για τα παιδιά αλλά και για κάποιους μεγάλους που ένα κομμάτι της ψυχής τους έχει παραμείνει πεισματικά σε εκείνη την εποχή της αθωότητας. Υπάρχουν όμως και τα τρομακτικά παραμύθια, εκείνα που δίνουν πνοή και οντότητα στις σκιές που παραμονεύουν καρτερικά μια παγωμένη νύχτα γύρω από το τζάκι.
Έρευνα: Καμπάκης Κωνσταντίνος (συγγραφέας – ερευνητής)