Ο Αλμπέρ Καμύ γεννήθηκε στις 7 Νοεμβρίου 1913 στην Αλγερία από πατέρα Γάλλο χωρικό, μητέρα Ισπανίδα και μεγάλωσε μέσα στην ένδεια. Ο πατέρας του, Λυσιέν, εργαζόταν για έναν έμπορο κρασιού σε ένα οινοπαραγωγικό κτήμα κοντά στο Μοντοβί της Αλγερίας. Ο μικρός Αλμπέρ δεν γνώρισε ποτέ τον πατέρα του καθώς επιστρατεύθηκε τον Σεπτέμβριο του 1914 και ο τραυματισμός του στη μάχη του Μάρνη, οδήγησε στον θάνατο στις 17 Οκτωβρίου του 1914. Τον είχε γνωρίσει μέσα από μια φωτογραφία και μια σημαντική οικογενειακή ιστορία: την περιγραφή της έντονης αποστροφής που έδειξε ο πατέρας του μπροστά στο θέαμα μιας εκτέλεσης. Μετά τον θάνατο του Λυσιέν, η οικογένεια μετακομίζει στο Αλγέρι. Εκεί, ο Αλμπέρ ασχολείται με το ποδόσφαιρο, αγωνιζόμενος στην ομάδα του σχολείου του, ως τερματοφύλακας. Μάλιστα το 1937 όπως έγραψε και η εφημερίδα Εκίπ, ο Καμύ πήρε μέρος σε αγώνα αντιπροσωπευτικής ομάδας του Αλγερίου εναντίον επαγγελματικού γαλλικού συλλόγου, στο Παρίσι, έχοντας συμπαίκτες τους μετέπειτα γνωστούς παίκτες Μπεν Μπουαλί και Ζα Σερόν. Φοιτώντας, αργότερα, στο Πανεπιστήμιο υπήρξε μέλος της ποδοσφαιρικής ομάδας “Ρασίνγκ”, ενώ δέχτηκε πρόταση να γίνει επαγγελματίας παίκτης από δυο τουλάχιστον συλλόγους, τις οποίες όμως απέρριψε, παρά την αντίθετη προτροπή της μητέρας του.
Ο Αλμπέρ κάνει τις σπουδές του έχοντας την υποστήριξη των καθηγητών του, μεταξύ των οποίων βρίσκουμε και τον Ζαν Γκρενιέ, που θα παρουσιάσει στον μαθητή του το έργο του Νίτσε. Ξεκινά να γράφει πολύ νέος και τα πρώτα του κείμενα φιλοξενούνται στο περιοδικό Sud το 1932. Μετά το απολυτήριο λυκείου παίρνει πτυχίο ανωτάτων σπουδών στη φιλολογία, της Φιλοσοφικής Σχολής, αλλά η φυματίωση τον εμποδίζει να περάσει τον διαγωνισμό πιστοποίησης που θα του επέτρεπε να ασχοληθεί με την εκπαίδευση. Για λόγους υγείας αποχωρεί από την οικογενειακή εστία. Μένει για λίγο σε έναν θείο του χασάπη το επάγγελμα και δημοκράτη, υπέρμαχου των ιδεών του Βολτέρου, κι έπειτα αποφασίζει να ζήσει μόνος. Για να τα βγάλει πέρα παραδίδει ιδιαίτερα μαθήματα και κάνει διάφορες δουλειές.
Το 1935, ξεκινά το L’ Envers et l’ Endroit, που θα εκδοθεί δύο χρόνια αργότερα. Ιδρύει το Θέατρο της Εργασίας στο Αλγέρι, που αργότερα μετονομάζει σε «Θέατρο της Ομάδας».
Στο μεσοδιάστημα, ο Καμύ αποφασίζει να εγκαταλείψει το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα δύο χρόνια μετά την εγγραφή του σε αυτό. Εργάζεται στην εφημερίδα Front populaire, του Πασκάλ Πιά. Η έρευνα που κάνει Μιζέρια της Καμπυλίας θα συναντήσει αντιδράσεις. Το 1940, η κυβέρνηση της Αλγερίας θα απαγορεύσει την εφημερίδα και θα φροντίσει να μη ξαναβρεί δουλειά ο Καμύ. Εγκαθίσταται στο Παρίσι και εργάζεται ως γραμματέας σύνταξης στην εφημερίδα Paris-Soir. Εκείνη την περίοδο θα δημοσιεύσει τον Ξένο και το δοκίμιο Ο μύθος του Σίσυφου και θα αναπτύξει τις φιλοσοφικές του θέσεις. Σύμφωνα με τη δική του άποψη περί ταξινόμησης του έργου του, αυτά τα έργα υπάγονται στον «κύκλο του παραλόγου» – ο οποίος θα συμπληρωθεί αργότερα με τα θεατρικά έργα Η παρεξήγηση ) και Καλιγούλας . Το 1943 προσλαμβάνεται ως εκδότης από τον εκδοτικό οίκο Gallimard και αναλαμβάνει τη διεύθυνση της εφημερίδας Combat , που συγκέντρωσε μερικές από τις σημαντικότερες υπογραφές Γάλλων αριστερών διανοουμένων, όταν ο Π. Πια κλήθηκε να προσφέρει από άλλες θέσεις στη Γαλλική Αντίσταση. Το 1947, διαφωνώντας με τη συντακτική ομάδα της εφημερίδας, ο Καμί την εγκαταλείπει. Συνεχίζει το λογοτεχνικό έργο με την παραγωγή του «κύκλου της εξέγερσης», που περιλαμβάνει ένα από τα γνωστότερα μυθιστορήματά του, την Πανούκλα , αλλά και άλλα έργα, λιγότερο δημοφιλή: L’ État de siège, Οι δίκαιοι και Ο επαναστατημένος άνθρωπος.
Το 1952 έρχεται σε ρήξη με τον Ζαν Πωλ Σαρτρ με τη δημοσίευση στο περιοδικό Μοντέρνοι καιροί του άρθρου από τον Ανρί Ζανσόν που προσάπτει στην εξέγερση του Καμύ ότι είναι «εκ προθέσεως στατική». Το 1956, στο Αλγέρι, πρότεινε την «πολιτική ανακωχή» ενώ μαινόταν ο πόλεμος. Εκδίδει την Πτώση, ένα απαισιόδοξο βιβλίο. Το 1957 τιμάται με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας για το σύνολο του έργου του.
Ο Καμύ βρίσκει τον θάνατο στις 4 Ιανουαρίου 1960, πριν προλάβει να συμπληρσει τα 47 του, σε αυτοκινητικό ατύχημα στο Βιλμπλεβέν της Υόν, όταν ο οδηγός και συγγνής του στενού του φίλου Γκαλιμάρ παρεκκλίνει της πορείας του και ρίχνει το αυτοκίνητο μάρκας Facel-Vega σε ένα δέντρο. Οι εφημερίδες της εποχής κάνουν λόγο για υπερβολική ταχύτητα, αδιαθεσία ου οδηγού ή σκάσιμο του ελαστικού, αλλά ο συγγραφέας Ρενέ Ετιάμπλ διαβεβαιώνει ότι μετά από επίμονες μελέτες είχε στα χέρια του αποδείξεις ότι η Facel-Vega ήταν ένα κινητό φέρετρο – ωστόσο καμία εφημερίδα δεν δέχτηκε να τις δημοσιεύσει.
Έρευνα, Καμπάκης Κώστας, Συγγραφέας – Ερευνητής