Σε αυτή τη νουβέλα παρακολουθούμε έναν άντρα γύρω στα 30 δίχως παρέα, μισομεθυσμένο σε ένα από τα αγαπημένα μπαρ των φοιτητικών του χρόνων, να προσπαθεί να πείσει τον εαυτό του να φλερτάρει με την κοπέλα που κάθεται απέναντι, νομίζοντας πως τον κοιτάζει. Με αφορμή αυτή την εσωτερική διαμάχη, ο ήρωας βυθίζεται στις αναμνήσεις των φοιτητικών και μετέπειτα χρόνων, στις σκέψεις του για τη σύγχρονη πραγματικότητα και ανατρέχει στη μέχρι τώρα πορεία του, προσπαθώντας να (επανα)-προσδιορίσει και να (επαν) – εκτιμήσει τη θέση του μέσα στον κόσμο.
– Ποια ήταν η έμπνευσή σας για το βιβλίο; Εμπεριέχει και προσωπική εμπειρία;
Από καιρό σκεφτόμουν να γράψω για τη θέση ενός νέου ανθρώπου στον σύγχρονο δυτικό κόσμο. Με εφαλτήριο αυτή την ιδέα και σε συνδυασμό με κάποια βιβλία που διάβασα εκείνη την περίοδο διαμορφώθηκε η ιστορία του βιβλίου μου. Το βιβλίο δεν εμπεριέχει κάποια προσωπική εμπειρία. Είναι καθαρά προϊόν μυθοπλασίας. Απλά, έγραψα για πράγματα και καταστάσεις που με απασχολούν και που μου είναι οικεία.
– Οι καταστάσεις που περιγράφονται στο βιβλίο θα μπορούσαν να υπάρξουν και στην πραγματικότητα;
Εκτιμώ ότι θα μπορούσαν. Νομίζω είναι αρκετά ρεαλιστικές. Εξάλλου αυτή ήταν και η πρόθεσή μου. Να φιλοτεχνήσω μια όσο πιο ρεαλιστική απεικόνιση της σύγχρονης κοινωνίας και ιδιαιτέρως των ανθρωπίνων σχέσεων.
– Τι πιστεύετε για τις σημερινές σχέσεις;
Θεωρώ ότι ζούμε στην εποχή του ατομικισμού, αν και δεν μου αρέσει να γενικεύω και να τοποθετώ ταμπέλες. Συνεπώς, οι ουσιαστικές διαπροσωπικές σχέσεις έχουν καταστεί πολύ πιο δύσκολες σε σχέση με το παρελθόν. Οι άνθρωποι περιχαρακώνονται στους εαυτούς τους, στο άτομο τους και αυτή η απομόνωση οδηγεί στη μοναξιά. Αυτός είναι και ο κύριος λόγος της θλίψης που βιώνουμε συλλογικά ως κοινωνία, ως σύγχρονος κόσμος. Θα μπορούσαμε σχηματικά, δηλαδή, να πούμε ότι ο γενικευμένος ατομικισμός έχει οδηγήσει στη μοναξιά και αυτή με τη σειρά της στη θλίψη.
– Συγκαταλεγόταν στα σχέδιά σας η συγγραφή;
Από παιδί μου άρεσε να διαβάζω λογοτεχνία και να βλέπω ταινίες. Γενικότερα να γίνομαι μάρτυρας ανθρώπινων ιστοριών. Έτσι, χωρίς να λάβει χώρα κάποια συνειδητή διεργασία μέσα μου, κάποια στιγμή την οποία δεν μπορώ να προσδιορίσω με ακρίβεια, γεννήθηκε η επιθυμία να δημιουργώ και εγώ ανθρώπινες ιστορίες. Επομένως, η συγγραφή ως συνειδητό σχέδιο με την έννοια, δηλαδή, του στόχου όχι δεν υπήρχε. Ήταν μάλλον αποτέλεσμα μιας ασυνείδητης διεργασίας.
– Τι διαδικασία χρειάζεται προκειμένου να συγγραφτεί μια νουβέλα;
Η νουβέλα σε σχέση με το μυθιστόρημα έχει μικρότερη έκταση με έναν συνήθως κεντρικό χαρακτήρα. Αντίθετα το μυθιστόρημα, τις περισσότερες φορές είναι πολυπρόσωπο και πολυφωνικό. Για αυτό στη νουβέλα είναι κομβικής σημασίας η όσο το δυνατόν καλύτερη ψυχογράφηση του κεντρικού χαρακτήρα – ήρωα. Θα πρέπει, πριν ξεκινήσει η συγγραφή μιας νουβέλας, να είναι ξεκάθαρα στο μυαλό του συγγραφέα τα χαρακτηριστικά του ήρωα και στη συνέχεια, κατά τη διάρκεια της συγγραφής, να προσπαθήσει να εμβαθύνει όσο περισσότερο σε αυτά, φιλοτεχνώντας έναν όσο πιο δυνατό ολοκληρωμένο χαρακτήρα. Νομίζω πως δε νοείται μια καλή νουβέλα δίχως έναν ολοκληρωμένο κεντρικό χαρακτήρα.
– Τι μήνυμα θέλετε να στείλετε στους ανερχόμενους συγγραφείς;
Στους ανερχόμενους συγγραφείς δεν έχω να πω κάτι συγκεκριμένο. Το μόνο ίσως που θα μπορούσα να πω είναι ότι αν πραγματικά τους ικανοποιεί να γράφουν να μην σταματήσουν να το κάνουν και ας μην οδηγήσει κάπου συγκεκριμένα. Εξάλλου, δε γράφουμε για να οδηγήσει, απαραίτητα, κάπου. Γράφουμε για την ικανοποίηση που αντλούμε από την ίδια τη διαδικασία. Με άλλα λόγια γράφουμε γιατί απλά μας αρέσει.
Σκάναρε και ακολούθησε την έρευνα
Μαρία Γερμαντζίδου, Δημοσιογράφος